σαγρές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαγρές | οι | σαγρέδες |
γενική | του | σαγρέ | των | σαγρέδων |
αιτιατική | τον | σαγρέ | τους | σαγρέδες |
κλητική | σαγρέ | σαγρέδες | ||
ο πληθυντικός για το ερμήνευμα 2 | ||||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαγρές αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σαγρέ
- δέρμα (αλόγου ή γαϊδουριού) με τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται συνήθως στη βιβλιοδεσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άλλη μορφή του σαγρέ
|