Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετιρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική retiré (απομακρυσμένος), se retirer (αποτραβιέμαι)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾe.tiˈɾe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐τι‐ρέ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετιρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. ο τελευταίος όροφος ενός κτιρίου. Συνήθως έχει μεγάλη βεράντα και η πρόσοψή του βρίσκεται πιο πίσω σε σχέση με το υπόλοιπο κτίριο
  2. (συνεκδοχικά) το διαμέρισμα που βρίσκεται σε αυτόν τον όροφο
    ※  "Αν μένουμε στο ρετιρέ", είπε η Ραλλού, "θα βλέπουμε το Λυκαβηττό, την Ακρόπολη και τη θάλασσα". (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
  3. (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο, η κορυφή μιας ιεραρχίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία