ρεπεράζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρεπεράζ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η αναζήτηση και η επιλογή των χώρων που απαιτούνται για τα γυρίσματα μιας ταινίας
- ※ Ο Γερμανός πιτσιρικάς φαίνεται ότι τους κέρδισε όλους: τους κριτικούς στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, τους 27 εκδότες που αποφάσισαν να τον μεταφράσουν και τον σκηνοθέτη που ήδη κάνει ρεπεράζ για τη φερώνυμη ταινία. (Εφημερίδα Το Βήμα, 8/10/2000)