ρεπεράζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεπεράζ (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) γαλλική repérage < repérer + -age < repère / repaire < λατινική reperio < re- + pario
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεπεράζ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η αναζήτηση και η επιλογή των χώρων που απαιτούνται για τα γυρίσματα μιας ταινίας
- ※ Ο Γερμανός πιτσιρικάς φαίνεται ότι τους κέρδισε όλους: τους κριτικούς στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, τους 27 εκδότες που αποφάσισαν να τον μεταφράσουν και τον σκηνοθέτη που ήδη κάνει ρεπεράζ για τη φερώνυμη ταινία. (Εφημερίδα Το Βήμα, 8/10/2000)