ρεΐζης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεΐζης < τουρκική reis (πρόεδρος - παρωχημένο, καπετάνιος μικρού σκάφους, ηγέτης)[1] < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική رئیس (reʾis) πρόεδρος, καπετάνιος < αραβική رَئِيس αρχηγός, ηγέτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεΐζης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, σπάνιο, παρωχημένο) καπετάνιος
- ※ Τα ημερολόγια αυτά συνήθως τα «κρατούσε» –συνέγραφε– ο «μορφωμένος» του καραβιού, ο γραμματικός ή σκριβάς ή σκριβάνος, όπως λεγόταν, και τα προσυπέγραφε ο αρχηγός του πλοίου, ο καπετάνιος ή ρεΐζης. (Φούλα Πισπιρίγκου, Το ημερολόγιο του «Κίμωνος», εκδ. Ποταμός, 2012, σελ. 13 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεΐζης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας., σελ. 627, Επιλεκτικοί πίνακας παλαιότερων ξενικής προελεύσεως όρων που εξελληνίστηκαν ή υποχώρησαν ή η χρήση τους δεν είναι ευρύτερα γνωστή