Δείτε επίσης: Ρεΐζης

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεΐζης < τουρκική reis (πρόεδρος - παρωχημένο, καπετάνιος μικρού σκάφους, ηγέτης)[1] < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική رئیس (reʾis) πρόεδρος, καπετάνιος < αραβική رَئِيس αρχηγός, ηγέτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεΐζης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. , σελ. 627, Επιλεκτικοί πίνακας παλαιότερων ξενικής προελεύσεως όρων που εξελληνίστηκαν ή υποχώρησαν ή η χρήση τους δεν είναι ευρύτερα γνωστή