σκριβάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκριβάνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκριβάνος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, σπάνιο, παρωχημένο) γραμματικός
- ※ Τα ημερολόγια αυτά συνήθως τα «κρατούσε» –συνέγραφε– ο «μορφωμένος» του καραβιού, ο γραμματικός ή σκριβάς ή σκριβάνος, όπως λεγόταν, και τα προσυπέγραφε ο αρχηγός του πλοίου, ο καπετάνιος ή ρεΐζης. (Φούλα Πισπιρίγκου, Το ημερολόγιο του «Κίμωνος», εκδ. Ποταμός, 2012, σελ. 13 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκριβάνος
|