Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτεύων πίνακας < → δείτε τις λέξεις πρωτεύων, πρωτεύω και πίνακας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική primary table

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πρωτεύων πίνακας

  Μεταφράσεις επεξεργασία