→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρυλέες < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρυλέες, -έων αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (στρατιωτικός όρος) βαριά οπλισμένοι πεζοί οπλίτες
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
    • 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 77 (76-79)
      ἵππους μὲν θεράποντες ἐρυκόντων ἐπὶ τάφρῳ, | αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες | Ἕκτορι πάντες ἑπώμεθ᾽ ἀολλέες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ | οὐ μενέουσ᾽, εἰ δή σφιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπται.»
      τους ίππους οι ακόλουθοι στον χάντακ᾽ ας κρατήσουν, | κι εμείς πεζοί τον Έκτορα με τ᾽ άρματά μας όλοι | θ΄ ακολουθήσoμεν μ᾽ ορμήν, και αν είναι διορισμένο | ν᾽ αφανισθούν, οι Αχαιοί δεν θα σταθούν εμπρός μας».
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    • 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 744 (743-744)
      κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον | χρυσείην, ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ᾽ ἀραρυῖαν·
      Κράνος δικέφαλο φορεί, τετράλοφον, ωραίον, | χρυσό, που πόλεων εκατόν στρατούς αντισηκώνει.
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 193 (193-194)
    αἰχμὴν ἐν χείρεσσιν ἔχων, πρυλέεσσι κελεύων, | αἵματι φοινικόεις ὡς εἰ ζωοὺς ἐναρίζων,
    Δόρυ στα χέρια κράταγε, ενθάρρυνε τους πεζομάχους, | από το αίμα κόκκινος, σαν να φονεύει ζωντανούς.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (μεταγενέστερα και ως επίθετο) που βρίσκονται κοντά, σε πυκνή απόσταση μεταξύ τους, κατά μάζες, σαν πεζοί στρατιώτες

Παράγωγα

επεξεργασία