Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

προτιμότερον < ουδέτερο του προτιμότερος, συγκριτικός βαθμός για την αρχαία ελληνική πρότιμος

  Επίρρημα επεξεργασία

προτιμότερον

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

προτιμότερον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προτιμότερον (καθαρεύουσα)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προτιμότερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προτιμότερος

  Πηγές επεξεργασία