προκαταρκτικές εξετάσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι προκαταρκτικές εξετάσεις
      γενική των προκαταρκτικών εξετάσεων
    αιτιατική τις προκαταρκτικές εξετάσεις
     κλητική προκαταρκτικές εξετάσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκαταρκτικές εξετάσεις < → δείτε τις λέξεις προκαταρκτικές και εξετάσεις

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

προκαταρκτικές εξετάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (συντομογραφία: ΠΚΕ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία