Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιράνχας < αγγλική piranhas[1] [2] (στον πληθυντικό) < πορτογαλική piranha[1] [2] < τούπι pirá (ψάρι) + (ίσως) sanha / sainha (δόντι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾaŋ.xas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐ράν‐χας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιράνχας ουδέτερο άκλιτο

  • (ιχθυολογία, ψάρι) διάφορα γένη παμφάγων ψαριών που ζουν στα γλυκά νερά της Νότιας Αμερικής και κυρίως του Αμαζονίου. Χρησιμεύουν ως τροφή για τις κοινότητες των ιθαγενών στην περιοχή του Αμαζονίου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πιράνχας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 πιράνχαςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)