Ετυμολογία

επεξεργασία
περισυνάγω < ελληνιστική κοινή περισυνάγω[1] < περί + αρχαία ελληνική συνάγω < σύν + ἄγω

περισυνάγω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. περισυνάγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.