Ετυμολογία

επεξεργασία
περιρράπτω < ελληνιστική κοινή περιρράπτω < αρχαία ελληνική περί + ράπτω
Δείτε και ρρ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈɾa.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ριρ‐ρά‐πτω

περιρράπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιρράπτω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή περιρράπτω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιρράπτω ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)

  • (για τοίχο) επιδιορθώνω, επισκευάζω
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 86 (84-87) @georgakas.lit.auth.gr
    Θύραν οὐκ ἤλλαξας ποτέ, σανίδιν οὐ κὰν ψίχα,
    ποτὲ οὐκ ἐξεκεράμωσας, οὐδὲ ἀνερράψω τοῖχον,
    οὐ τέκτονα ἐκάλεσας ἵνα τὸν περιράψῃ,
    οὔτε καρφὶν ἠγόρασας νὰ ἐμπήξῃς εἰς σανίδιν·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
     συνώνυμα: ἀναρράπτω

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιρράπτω (ελληνιστική κοινή) < περι- + ῥάπτω

περιρράπτω (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία