περιρράπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιρράπτω < ελληνιστική κοινή περιρράπτω < αρχαία ελληνική περί + ράπτω
- Δείτε και ρρ.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈɾa.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ριρ‐ρά‐πτω
Ρήμα επεξεργασία
περιρράπτω
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιρράπτω
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .