περιρράπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιρράπτω < ελληνιστική κοινή περιρράπτω < αρχαία ελληνική περί + ράπτω
- Δείτε και ρρ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈɾa.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ριρ‐ρά‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριρράπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιρράπτω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιρράπτω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή περιρράπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριρράπτω ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)
- (για τοίχο) επιδιορθώνω, επισκευάζω
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 86 (84-87) @georgakas.lit.auth.gr
- Θύραν οὐκ ἤλλαξας ποτέ, σανίδιν οὐ κὰν ψίχα,
ποτὲ οὐκ ἐξεκεράμωσας, οὐδὲ ἀνερράψω τοῖχον,
οὐ τέκτονα ἐκάλεσας ἵνα τὸν περιράψῃ,
οὔτε καρφὶν ἠγόρασας νὰ ἐμπήξῃς εἰς σανίδιν·- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- Θύραν οὐκ ἤλλαξας ποτέ, σανίδιν οὐ κὰν ψίχα,
- ≈ συνώνυμα: ἀναρράπτω
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 86 (84-87) @georgakas.lit.auth.gr
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περιρράπτω σελ.117, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- περιράβω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιρράπτω (ελληνιστική κοινή) < περι- + ῥάπτω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριρράπτω (ελληνιστική κοινή)
- ράβω κάτι γύρω γύρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περιρράπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.