Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατρικός. Εννοείται η λέξη όνομα ή η λέξη σπίτι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρικό ουδέτερο

  1. (για ανθρώπους) το επώνυμο της οικογένειας του πατέρα μιας γυναίκας, σε αντιδιαστολή με το επώνυμο του συζύγου
    ποιο είναι το πατρικό της μητέρας σου;
  2. (για σπίτι) το σπίτι του πατέρα, το σπίτι όπου μεγάλωσε κανείς
    τα καλοκαίρια μαζευόμαστε όλο το σόι στο πατρικό μου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πατρικό