πατομπούκαλα
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πατομπούκαλα | ||
γενική | των | πατομπούκαλων | ||
αιτιατική | τα | πατομπούκαλα | ||
κλητική | πατομπούκαλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατομπούκαλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατομπούκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χοντρά γυαλιά οράσεως ή ηλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατομπούκαλα
|