παραγνωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγνωρίζω < παρα + γνωρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραγνωρίζω
- σχηματίζω λανθασμένη αντίληψη για κάτι, δεν αναγνωρίζω την πραγματική του αξία ή σημασία
- δεν αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι
- γνωρίζω πολύ καλά κάποιον και του συμπεριφέρομαι με οικειότητα
- εκμεταλλεύομαι οικεία ή φιλική σχέση με άπρεπες φέρσιμο-απρεπή συμπεριφορά
- παίρνω τον αέρα κάποιου με αρνητική σημασία και δεν τον σέβομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγνωρίζω | παραγνώριζα | θα παραγνωρίζω | να παραγνωρίζω | παραγνωρίζοντας | |
β' ενικ. | παραγνωρίζεις | παραγνώριζες | θα παραγνωρίζεις | να παραγνωρίζεις | παραγνώριζε | |
γ' ενικ. | παραγνωρίζει | παραγνώριζε | θα παραγνωρίζει | να παραγνωρίζει | ||
α' πληθ. | παραγνωρίζουμε | παραγνωρίζαμε | θα παραγνωρίζουμε | να παραγνωρίζουμε | ||
β' πληθ. | παραγνωρίζετε | παραγνωρίζατε | θα παραγνωρίζετε | να παραγνωρίζετε | παραγνωρίζετε | |
γ' πληθ. | παραγνωρίζουν(ε) | παραγνώριζαν παραγνωρίζαν(ε) |
θα παραγνωρίζουν(ε) | να παραγνωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγνώρισα | θα παραγνωρίσω | να παραγνωρίσω | παραγνωρίσει | ||
β' ενικ. | παραγνώρισες | θα παραγνωρίσεις | να παραγνωρίσεις | παραγνώρισε | ||
γ' ενικ. | παραγνώρισε | θα παραγνωρίσει | να παραγνωρίσει | |||
α' πληθ. | παραγνωρίσαμε | θα παραγνωρίσουμε | να παραγνωρίσουμε | |||
β' πληθ. | παραγνωρίσατε | θα παραγνωρίσετε | να παραγνωρίσετε | παραγνωρίστε | ||
γ' πληθ. | παραγνώρισαν παραγνωρίσαν(ε) |
θα παραγνωρίσουν(ε) | να παραγνωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγνωρίσει | είχα παραγνωρίσει | θα έχω παραγνωρίσει | να έχω παραγνωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγνωρίσει | είχες παραγνωρίσει | θα έχεις παραγνωρίσει | να έχεις παραγνωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραγνωρίσει | είχε παραγνωρίσει | θα έχει παραγνωρίσει | να έχει παραγνωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγνωρίσει | είχαμε παραγνωρίσει | θα έχουμε παραγνωρίσει | να έχουμε παραγνωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγνωρίσει | είχατε παραγνωρίσει | θα έχετε παραγνωρίσει | να έχετε παραγνωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγνωρίσει | είχαν παραγνωρίσει | θα έχουν παραγνωρίσει | να έχουν παραγνωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγνωρίζω