verkennen
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
verkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: verkannte, μετοχή παρακειμένου: verkannt)
- Sie hat seine guten Absichten verkannt! - Παραγνώρισε τις καλές του προθέσεις!
verkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: verkannte, μετοχή παρακειμένου: verkannt)