παλιώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
παλιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παλιώνω
Ρήμα επεξεργασία
παλιώνομαι
- (για αντικείμενα, ρούχα) γίνομαι παλιός.
Σημειώσεις επεξεργασία
Τα ρήματα παλιώνομαι και παλιώνω δεν έχουν ακριβώς την ίδια σημασία με τους λόγιους τύπους αυτών παλαιώνομαι και παλαιώνω. Χρησιμοποιούνται μόνο όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα, ρούχα ή διάφορα ακίνητα και διάφορα μέσα μεταφοράς τα οποία με την πάροδο του χρόνου γίνονται παλιά. Οι λόγιοι τύποι παλαιώνομαι και παλαιώνω χρησιμοποιούνται στην περίπτωση κατά την οποία αναφερόμαστε στο παρελθόν και όταν εννοούμε πως εκθέσαμε κάτι απ' τα προαναφερόμενα σε ελεγχόμενες συνθήκες ώστε να γίνει παλιό και ν' αποκτήσει μεγαλύτερη αξία.
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παλιώνομαι | παλιωνόμουν(α) | θα παλιώνομαι | να παλιώνομαι | ||
β' ενικ. | παλιώνεσαι | παλιωνόσουν(α) | θα παλιώνεσαι | να παλιώνεσαι | (παλιώνου) | |
γ' ενικ. | παλιώνεται | παλιωνόταν(ε) | θα παλιώνεται | να παλιώνεται | ||
α' πληθ. | παλιωνόμαστε | παλιωνόμαστε παλιωνόμασταν |
θα παλιωνόμαστε | να παλιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παλιώνεστε | παλιωνόσαστε παλιωνόσασταν |
θα παλιώνεστε | να παλιώνεστε | (παλιώνεστε) | |
γ' πληθ. | παλιώνονται | παλιώνονταν παλιωνόντουσαν |
θα παλιώνονται | να παλιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παλιώθηκα | θα παλιωθώ | να παλιωθώ | παλιωθεί | ||
β' ενικ. | παλιώθηκες | θα παλιωθείς | να παλιωθείς | παλιώσου | ||
γ' ενικ. | παλιώθηκε | θα παλιωθεί | να παλιωθεί | |||
α' πληθ. | παλιωθήκαμε | θα παλιωθούμε | να παλιωθούμε | |||
β' πληθ. | παλιωθήκατε | θα παλιωθείτε | να παλιωθείτε | παλιωθείτε | ||
γ' πληθ. | παλιώθηκαν παλιωθήκαν(ε) |
θα παλιωθούν(ε) | να παλιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παλιωθεί | είχα παλιωθεί | θα έχω παλιωθεί | να έχω παλιωθεί | παλιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παλιωθεί | είχες παλιωθεί | θα έχεις παλιωθεί | να έχεις παλιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παλιωθεί | είχε παλιωθεί | θα έχει παλιωθεί | να έχει παλιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παλιωθεί | είχαμε παλιωθεί | θα έχουμε παλιωθεί | να έχουμε παλιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παλιωθεί | είχατε παλιωθεί | θα έχετε παλιωθεί | να έχετε παλιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παλιωθεί | είχαν παλιωθεί | θα έχουν παλιωθεί | να έχουν παλιωθεί |