Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάω γαμιώντας < → δείτε τις λέξεις πάω και γαμιώντας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpao ɣamˈɲondas/

  Έκφραση επεξεργασία

πάω γαμιώντας

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία