πάνθεον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάνθεον < ελληνιστική κοινή πάνθεον → δείτε τη λέξη πάνθεο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpan.θe.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάν‐θε‐ον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάνθεον ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του πάνθεο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάνθεον
|
¨
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάνθεον < (άμεσο δάνειο) λατινική Pantheum Ρantheon < αρχαία ελληνική Πάνθειον / πάνθειον, ουδέτερο του πάνθειος < πᾶς + θεῖος < θεός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάνθεον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του πάνθειον, ουδέτερο του πάνθειος → δείτε τη λέξη Πάνθεον (ναός στη Ρώμη)