→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰνοῦττα < οἰνόεις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰνοῦττα θηλυκό

  1. (γαστρονομία, γλυκό) είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και δινόταν ως τροφή σε κωπηλάτες
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1121 (1120-1122)
    πρότερον γὰρ εἶχον ‹ἂν› παρὰ ταῖς καπηλίσιν | πάντ᾽ ἀγάθ᾽· ἕωθεν εὐθύς, οἰνοῦτταν, μέλι, | ἰσχάδας, ὅσ᾽ εἰκός ἐστιν Ἑρμῆν ἐσθίειν·
    Ναι, πρωτύτερα είχα όλ᾽ απ᾽ τις ταβερνιάρισσες τα ελέη: | αυγήν αυγή μουστόπιτα και μέλι, | σύκα κι ό,τι άλλο πρέπει ο Ερμής να φάει.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. (φυτό) είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες

Συγγενικά

επεξεργασία