οργκανάιζερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργκανάιζερ (αντιδάνειο)[1] < (άμεσο δάνειο) αγγλική organizer < organize < organ < αρχαία ελληνική ὄργανον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.ɡaˈnai̯.zeɾ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοργκανάιζερ ουδέτερο άκλιτο
- σημειωματάριο με δερμάτινο ή πλαστικό εξώφυλλο· περιλαμβάνει ημερολόγιο, για να σημειώνονται οι ημερήσιες υποχρεώσεις, και ευρετήριο, για να καταχωρούνται τηλεφωνικοί αριθμοί και διευθύνσεις
- ηλεκτρονικό σημειωματάριο τσέπης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)