οξαποδός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οξαποδός | ||
γενική | του | οξαποδού | ||
αιτιατική | τον | οξαποδό | ||
κλητική | οξαποδέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξαποδός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη οξαποδώ