ογκνήστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ογκνήστρα | ||
γενική | της | ογκνήστρας | ||
αιτιατική | την | ογκνήστρα | ||
κλητική | ογκνήστρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ογκνήστρα και ογνήστρα <ελληνοποιημένο από το σλαβικό όγκαν = φωτιά και την κατάληξη -στρα, όπως πάστρα, γάστρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαογκνήστρα θηλυκό
- το κύριο μέρος του τζακιού που κορώνει η φωτιά, το τζάκι
- ※ άναψε μ' ένα σπίρτο το κατάμαυρο λυχνάρι που εκρεμότουν από ένα καρφί στον κοκκινωπό και καπνισμένον τοίχο πάνωθε από την ογνήστρα (Κωνσταντίνος Θεοτόκης Η Τιμή και το Χρήμα Κεφάλαιο Α΄, 1914)