Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεκλαρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική déclaré [1] < déclarer < λατινική declarare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος declaro < de + claro < clarus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (καλώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.klaˈɾe/

  Επίθετο επεξεργασία

ντεκλαρέ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

ντεκλαρέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία