νισάφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νισάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική إنصاف (insâf) (τουρκική insaf, μετριοπάθεια) + -ι με αντιμετάθεση [in] > [ni][1] < αραβική insāf
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈsa.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐σά‐φι
Ουσιαστικό επεξεργασία
νισάφι ουδέτερο άκλιτο
Επιφώνημα επεξεργασία
νισάφι!
- φτάνει πια, έλεος, αρκεί, αρκετά
- ↪ Ε, νισάφι πια, με τις απαιτήσεις σου!
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικά:
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νισάφι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νισάφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας