ισάφιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισάφιν < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική إنصاف (insâf) (τουρκική insaf) με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; . Συγκρίνετε με το νισάφι της κοινής.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισάφιν ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.