νεγκλιζέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɡliˈze/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐γκλι‐ζέ
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεγκλιζέ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα
- (ενδυμασία) διαφανής ρόμπα σκόπιμα ατημέλητη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανεγκλιζέ άκλιτο
- (ενδυμασία) ατημέλητος και αποκαλυπτικός