déshabillé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déshabillé | déshabillés |
θηλυκό | déshabillée | déshabillées |
Επίθετο
επεξεργασίαdéshabillé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déshabillé | déshabillés |
θηλυκό | déshabillée | déshabillées |
déshabillé (fr)