Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεζαμπιγέ < γαλλική déshabillé

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεζαμπιγέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία