Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Μπρέικ ντάνσινγκ (βίντεο του 2013).
 
Χορευτής του μπρέικ ντάνσινγκ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρέικ ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική breakdancing / break dancing < break (σπάω, εδώ με τη σημασία «σπάσιμο του ρυθμού» ή γενικότερη, ή και μεταφορική σημασία) & dancing (χορός, ντάνσινγκ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbrei̯k ˈdansɪŋ/ κατά το αγγλικό /bɹeɪk dɑːnsɪŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπρέικ ντάνσινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (χορός) είδος χορού των αφροαμερικανών νεαρών χορευτών του δρόμου της δεκαετίας του 1970, 1980 με χαρακτηριστικές κινήσεις, συχνά ακροβατικές
    ※  Το μπρέικ ντάνσινγκ, το σκέιτμπόρντινγκ, το σέρφινγκ και η αναρρίχηση γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα και ακολουθεί το πολ ντάνσινγκ
    "Αντιδράσεις για τα νέα Ολυμπιακά σπορ του «δρόμου» που εισήγαγε η ΔΟΕ" ethnos.gr 2019.06.26. πρόσβαση:2023.04.05.

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία