μπρέικ ντάνσινγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπρέικ ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική breakdancing / break dancing < break (σπάω, εδώ με τη σημασία «σπάσιμο του ρυθμού» ή γενικότερη, ή και μεταφορική σημασία) & dancing (χορός, ντάνσινγκ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbrei̯k ˈdansɪŋ/ κατά το αγγλικό /bɹeɪk dɑːnsɪŋ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπρέικ ντάνσινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (χορός) είδος χορού των αφροαμερικανών νεαρών χορευτών του δρόμου της δεκαετίας του 1970, 1980 με χαρακτηριστικές κινήσεις, συχνά ακροβατικές
- ※ Το μπρέικ ντάνσινγκ, το σκέιτμπόρντινγκ, το σέρφινγκ και η αναρρίχηση γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα και ακολουθεί το πολ ντάνσινγκ
Άλλες γραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπρέικ ντάνσινγκ