Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɑːn.sɪŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dancing (en) (μη μετρήσιμο)

  • (χορός) o χορός, η ενέργεια του χορεύω
    Musical theater includes acting, dancing, and singing.
    Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντάνσινγκ

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

dancing (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dancing dancings

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dancing (fr) αρσενικό