ντάνσινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dancing < dance (χορεύω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντάνσινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό, σπάνιο) ο χορός, ιδίως σε πολυλεκτικούς αγγλικούς όρους
- ※ Το μπρέικ ντάνσινγκ, το σκέιτμπόρντινγκ, το σέρφινγκ και η αναρρίχηση γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα και ακολουθεί το πολ ντάνσινγκ (Αντιδράσεις για τα νέα Ολυμπιακά σπορ του «δρόμου» που εισήγαγε η ΔΟΕ ethnos.gr 2019.06.26. πρόσβαση:2023.04.05.)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντάνσινγκ
|