ντάνσιγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντάνσιγκ < ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dancing με μεταγραφή του αγγικού ⟨ng⟩ (φθόγγος [ŋ]) > ⟨γκ⟩ αντί του ⟨νγκ⟩ → δείτε το λήμμα για το δίψηφο γκ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντάνσιγκ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη γραφή ή και προφορά του ντάνσινγκ