Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντάνσιγκ < ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dancing με μεταγραφή του αγγικού ⟨ng⟩ (φθόγγος [ŋ]) > ⟨γκ⟩ αντί του ⟨νγκ⟩ → δείτε το λήμμα για το δίψηφο γκ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdansɪŋ/ κατά το αγγλικό /dɑːnsɪŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντάνσιγκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία