Δείτε επίσης: Μπορντό, Μπορντώ, μπορντώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπορντό < (λόγιο δάνειο) γαλλική bordeaux[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /boɾˈdo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπορ‐ντό

  Επίθετο επεξεργασία

μπορντό άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπορντό ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία