μνημειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mni.miˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνη‐μει‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμνημειώνω, αόρ.: μνημείωσα ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ αόριστος? παθητική φωνή?, μππ?
- (λόγιο) θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου εις το διηνεκές
- ※ Η ιστορία της Απημοσύνης παραπέμπει σε τελετουργικά γονιμότητας, όπου τονίζεται η σημασία του υγρού στοιχείου για τη δημιουργία ζωής, αλλά μνημειώνει και την εξάπλωση των Μινωιτών στη Μικρά Ασία και την Πελοπόννησο και επιχειρεί περαιτέρω διασυνδέσεις αιγαιακών και πελοποννησιακών περιοχών με την Κρήτη.
- Δήμητρας Μήττα, «Αριάδνη. Μορφές και θέματα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας», Απημοσύνη, @greek-language.gr (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)· πρόσβαση: 2023-10-16.
- ※ Όπως όλα τα αυτοβιογραφικά κείμενα, το απομνημόνευμα βασίζεται στην ταύτιση των προσώπων του συγγραφέα, του αφηγητή και του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Στο απομνημόνευμα αναπλάθονται εμπειρίες και συμβάντα που έζησε και μαρτυρεί ο συγγραφέας. Aνάμεσα στα κεντρικά χαρακτηριστικά του είδους είναι η υποκειμενικότητα και η αυτοδικαιωτική πρόθεση, δηλαδή η συστηματική προσπάθεια του αφηγητή να παρουσιάσει το παρελθόν με τρόπο που εξαίρει την προσωπική του συμβολή στα γεγονότα ή γενικότερα δικαιώνει και μνημειώνει την προσωπικότητά του, πάντα από την οπτική γωνία του χρόνου και των περιστάσεων της γραφής του έργου.
- «Απομνημονεύατα», στο: Παναγιώτης Καγιαλής, Χριστίνα Ντουνιά και Θεοδώρα Μέντη, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Γ΄ Γυμνασίου), Υπουργείο Παιδείας - Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο), ηλεκτρονικό βιβλίο: ebooks.edu.gr· πρόσβαση: 2023-10-16.
- ※ Η ιστορία της Απημοσύνης παραπέμπει σε τελετουργικά γονιμότητας, όπου τονίζεται η σημασία του υγρού στοιχείου για τη δημιουργία ζωής, αλλά μνημειώνει και την εξάπλωση των Μινωιτών στη Μικρά Ασία και την Πελοπόννησο και επιχειρεί περαιτέρω διασυνδέσεις αιγαιακών και πελοποννησιακών περιοχών με την Κρήτη.
- (λόγιο, σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) δημιουργώ μνημείο ενθύμησης σημαντικών γεγονότων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μνήμη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μνημειώνω | μνημείωνα | θα μνημειώνω | να μνημειώνω | μνημειώνοντας | |
β' ενικ. | μνημειώνεις | μνημείωνες | θα μνημειώνεις | να μνημειώνεις | μνημείωνε | |
γ' ενικ. | μνημειώνει | μνημείωνε | θα μνημειώνει | να μνημειώνει | ||
α' πληθ. | μνημειώνουμε | μνημειώναμε | θα μνημειώνουμε | να μνημειώνουμε | ||
β' πληθ. | μνημειώνετε | μνημειώνατε | θα μνημειώνετε | να μνημειώνετε | μνημειώνετε | |
γ' πληθ. | μνημειώνουν(ε) | μνημείωναν μνημειώναν(ε) |
θα μνημειώνουν(ε) | να μνημειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μνημείωσα | θα μνημειώσω | να μνημειώσω | μνημειώσει | ||
β' ενικ. | μνημείωσες | θα μνημειώσεις | να μνημειώσεις | μνημείωσε | ||
γ' ενικ. | μνημείωσε | θα μνημειώσει | να μνημειώσει | |||
α' πληθ. | μνημειώσαμε | θα μνημειώσουμε | να μνημειώσουμε | |||
β' πληθ. | μνημειώσατε | θα μνημειώσετε | να μνημειώσετε | μνημειώστε | ||
γ' πληθ. | μνημείωσαν μνημειώσαν(ε) |
θα μνημειώσουν(ε) | να μνημειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μνημειώσει | είχα μνημειώσει | θα έχω μνημειώσει | να έχω μνημειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μνημειώσει | είχες μνημειώσει | θα έχεις μνημειώσει | να έχεις μνημειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μνημειώσει | είχε μνημειώσει | θα έχει μνημειώσει | να έχει μνημειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μνημειώσει | είχαμε μνημειώσει | θα έχουμε μνημειώσει | να έχουμε μνημειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μνημειώσει | είχατε μνημειώσει | θα έχετε μνημειώσει | να έχετε μνημειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μνημειώσει | είχαν μνημειώσει | θα έχουν μνημειώσει | να έχουν μνημειώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μνημειώνω
|