μινύθω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μινύθω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμινύθω σε χρήση μόνο στον ενεστ. και τον Ιων. παρατ. μινύθεσκον
- περικόπτω, ελαττώνω
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 6 (5-6)
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, | ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,
- Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει, | εύκολα τον περιφανή μειώνει και υψώνει τον αφανή,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, | ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 6 (5-6)
- ελαττώνω κατά τον αριθμό, μειώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 17 (15-18)
- πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο, | θήλειαι τοκάδες· τοὶ δ᾽ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον, | πολλὸν παυρότεροι· τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες | ἀντίθεοι μνηστῆρες,
- Κι ήσαν στο κάθε χοιροστάσι μαντρισμένες | πενήντα χαμοκύλιστες γουρούνες που γεννούσαν· οι αρσενικοί, | πολύ λιγότεροι, πλάγιαζαν έξω. Γιατί τους έτρωγαν θεόμορφοι οι μνηστήρες, | και δεν περίσσευαν πολλοί·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο, | θήλειαι τοκάδες· τοὶ δ᾽ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον, | πολλὸν παυρότεροι· τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες | ἀντίθεοι μνηστῆρες,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 17 (15-18)
- (αμετάβατο) ελαττώνομαι, γίνομαι μικρότερος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 374 (373-374)
- ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ | εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.
- Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, | και δεν μπορείς να βρεις κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή των φίλων σου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ | εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 244 (244-245)
- οὐδὲ γυναῖκες τίκτουσιν, μινύθουσι δὲ οἶκοι | Ζηνὸς φραδμοσύνῃσιν Ὀλυμπίου·
- Ούτε οι γυναίκες τους γεννάν, μικραίνουν οι οικογένειες | μ᾽ απόφαση του Ολύμπιου Δία.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐδὲ γυναῖκες τίκτουσιν, μινύθουσι δὲ οἶκοι | Ζηνὸς φραδμοσύνῃσιν Ὀλυμπίου·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 374 (373-374)
- (αμετάβατο) εκμηδενίζομαι, χάνομαι, αφανίζομαι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 409
- ἡ δ᾽ ὥρη παραμείβηται, μινύθῃ δέ τοι ἔργον.·
- περνά ο καιρός και τα χωράφια σου αφανίζονται.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἡ δ᾽ ὥρη παραμείβηται, μινύθῃ δέ τοι ἔργον.·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 409
- (για σάρκες) φθίνω, λειώνω
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, (Vectiarius), 20, @scaife.perseus
- Ἢν μὲν οὖν ἐκ γενεῆς ἢ ἐν αὐξήσει ἐκπέσῃ, βραχύτερος ὁ μηρὸς, ἧσσον δὲ κνήμη, κατὰ λόγον δὲ τἄλλα· μινύθουσι δὲ σάρκες, μάλιστα δὲ ἔξω.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων ἐμβολῆς, (De articulis), 53, p. 238 @scaife.perseus
- ὅταν δὲ ἰσχίον ἐκπαλὲς γένηται ἐς τὸ ἔσω μέρος ἐκ γενεῆς, ἢ καὶ ἔτι νηπίῳ ἐόντι, μινύθουσιν αἱ σάρκες διὰ τοῦτο μᾶλλον ἢ τῆς χειρὸς, ὅτι οὐ δύνανται χρέεσθαι τῷ σκέλεϊ.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, (Vectiarius), 20, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μινύθω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μινύθω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.