μεγάλη ζωή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεγάλη ζωή | ||
γενική | της | μεγάλης ζωής | ||
αιτιατική | τη | μεγάλη ζωή | ||
κλητική | μεγάλη ζωή | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μεγάλη ζωή θηλυκό στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγάλη ζωή
|