Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρδώνομαι < μαρδ(άς) + -ώνομαι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مارد٥ (επιπλέον ποσό, πάνω από την συμφωνηθείσα τιμή που δίνεται ως φιλοδώρημα σε αγοραπωλησία[1]) (τουρκική marda)[2]

μαρδώνομαι

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1654 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. 2,0 2,1 σελ.362, Τόμος 10 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.