Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρέγκες < από τον πληθυντικό της λέξης μαρέγκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρέγκες θηλυκό (παλιότερα μαρέγγες)

  • κλασικό γλύκισμα από πολτό αυγών χτυπημένων με ζάχαρη που με το χωνάκι του δίνουμε διάφορες φόρμες (σαν μικρές σφαίρες συνήθως) και του προσθέτουμε άχνη ζάχαρη και επικάλυψη τριμμένης σοκολάτας (ή ξηρών καρπών). Στη συνέχεια ψήνουμε λιγο ώστε κάπως να ξεραθεί και μετά μπορεί να προστεθεί από πάνω σαντιγί ή μαρμελάδα ανάλογα με τη συνταγή που προτιμά ο καθένας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μαρέγκες