λωφάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λωφάω < λόφος
Ρήμα
επεξεργασία
λωφάω
- παύω, λήγω
- αναπαύομαι, ησυχάζω
- καταπραΰνομαι (για αρρώστια)
- κοπάζω (για άνεμο)
- (μεταβατικό) ανακουφίζω, ελαφρύνω