Ετυμολογία

επεξεργασία
λυσσομανάω < λυσσομαν(ώ) + άω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυσσομανῶ, συνηρημένος τύπος του λυσσομανεώ < αρχαία ελληνική λυσσομανής < λύσσ(α) + -ο- + -μανάω < μαν- του ρήματος μαίνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.so.maˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυσ‐σο‐μα‐νά‐ω

λυσσομανάω/λυσσομανώ, πρτ.: λυσσομανούσε/λυσσομάναγε, αόρ.: λυσσομάνησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (κυρίως για φυσικά φαινόμενα) μαίνομαι, έχω μεγάλη ένταση, ορμή
    λυσσομανάει έξω ο αγέρας, χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία