-μανάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -μανάω < -μαν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μανῶ, συνηρημένος τύπος του -μανέω < μαίνομαι
Επίθημα
επεξεργασία-μανάω / '-μανώ, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα
- δεύτερο συνθετικό (λαϊκότροπων) ρημάτων που (επιτείνει) αυτό που εκφράζει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μανάω στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε μανάω, Όροι που λήγουν σε μανώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πηγές
επεξεργασία- -μανώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας