Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μανάω < -μαν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μανῶ, συνηρημένος τύπος του -μανέω < μαίνομαι

  Επίθημα επεξεργασία

-μανάω / '-μανώ, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία