λοξεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοξεύω < ελληνιστική κοινή λοξεύω < αρχαία ελληνική λοξός
Ρήμα
επεξεργασίαλοξεύω
- κάνω κάτι λοξό
- είμαι λοξός
- λοξοδρομώ, παρεκκλίνω
- (μεταφορικά) γίνομαι ιδιότροπος ή παράξενος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λοξεύω | λόξευα | θα λοξεύω | να λοξεύω | λοξεύοντας | |
β' ενικ. | λοξεύεις | λόξευες | θα λοξεύεις | να λοξεύεις | λόξευε | |
γ' ενικ. | λοξεύει | λόξευε | θα λοξεύει | να λοξεύει | ||
α' πληθ. | λοξεύουμε | λοξεύαμε | θα λοξεύουμε | να λοξεύουμε | ||
β' πληθ. | λοξεύετε | λοξεύατε | θα λοξεύετε | να λοξεύετε | λοξεύετε | |
γ' πληθ. | λοξεύουν(ε) | λόξευαν λοξεύαν(ε) |
θα λοξεύουν(ε) | να λοξεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λόξεψα | θα λοξέψω | να λοξέψω | λοξέψει | ||
β' ενικ. | λόξεψες | θα λοξέψεις | να λοξέψεις | λόξεψε | ||
γ' ενικ. | λόξεψε | θα λοξέψει | να λοξέψει | |||
α' πληθ. | λοξέψαμε | θα λοξέψουμε | να λοξέψουμε | |||
β' πληθ. | λοξέψατε | θα λοξέψετε | να λοξέψετε | λοξέψτε | ||
γ' πληθ. | λόξεψαν λοξέψαν(ε) |
θα λοξέψουν(ε) | να λοξέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λοξέψει | είχα λοξέψει | θα έχω λοξέψει | να έχω λοξέψει | ||
β' ενικ. | έχεις λοξέψει | είχες λοξέψει | θα έχεις λοξέψει | να έχεις λοξέψει | ||
γ' ενικ. | έχει λοξέψει | είχε λοξέψει | θα έχει λοξέψει | να έχει λοξέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε λοξέψει | είχαμε λοξέψει | θα έχουμε λοξέψει | να έχουμε λοξέψει | ||
β' πληθ. | έχετε λοξέψει | είχατε λοξέψει | θα έχετε λοξέψει | να έχετε λοξέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν λοξέψει | είχαν λοξέψει | θα έχουν λοξέψει | να έχουν λοξέψει |
|