Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοξεύω < ελληνιστική κοινή λοξεύω < αρχαία ελληνική λοξός

  Ρήμα επεξεργασία

λοξεύω

  1. κάνω κάτι λοξό
  2. είμαι λοξός
  3. λοξοδρομώ, παρεκκλίνω
  4. (μεταφορικά) γίνομαι ιδιότροπος ή παράξενος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία