λειοτριβώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λειοτριβώ < ελληνιστική κοινή λειοτριβῶ < ελληνιστική κοινή λειοτριβέω / λειοτριβῶ < αρχαία ελληνική λεῖος + τρίβω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.o.tɾiˈvo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐ο‐τρι‐βώ
Ρήμα
επεξεργασίαλειοτριβώ, αόρ.: λειοτρίβησα, παθ.φωνή: λειοτριβούμαι, π.αόρ.: λειοτριβήθηκα, μτχ.π.π.: λειοτριβημένος [1]
- (σπάνιο) κονιορτοποιώ κάτι τρίβοντάς το, το λιώνω / λειώνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λείος και τρίβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λειοτριβώ | λειοτριβούσα | θα λειοτριβώ | να λειοτριβώ | λειοτριβώντας | |
β' ενικ. | λειοτριβείς | λειοτριβούσες | θα λειοτριβείς | να λειοτριβείς | ||
γ' ενικ. | λειοτριβεί | λειοτριβούσε | θα λειοτριβεί | να λειοτριβεί | ||
α' πληθ. | λειοτριβούμε | λειοτριβούσαμε | θα λειοτριβούμε | να λειοτριβούμε | ||
β' πληθ. | λειοτριβείτε | λειοτριβούσατε | θα λειοτριβείτε | να λειοτριβείτε | λειοτριβείτε | |
γ' πληθ. | λειοτριβούν(ε) | λειοτριβούσαν(ε) | θα λειοτριβούν(ε) | να λειοτριβούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λειοτρίβησα | θα λειοτριβήσω | να λειοτριβήσω | λειοτριβήσει | ||
β' ενικ. | λειοτρίβησες | θα λειοτριβήσεις | να λειοτριβήσεις | λειοτρίβησε | ||
γ' ενικ. | λειοτρίβησε | θα λειοτριβήσει | να λειοτριβήσει | |||
α' πληθ. | λειοτριβήσαμε | θα λειοτριβήσουμε | να λειοτριβήσουμε | |||
β' πληθ. | λειοτριβήσατε | θα λειοτριβήσετε | να λειοτριβήσετε | λειοτριβήστε | ||
γ' πληθ. | λειοτρίβησαν λειοτριβήσαν(ε) |
θα λειοτριβήσουν(ε) | να λειοτριβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λειοτριβήσει | είχα λειοτριβήσει | θα έχω λειοτριβήσει | να έχω λειοτριβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λειοτριβήσει | είχες λειοτριβήσει | θα έχεις λειοτριβήσει | να έχεις λειοτριβήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λειοτριβήσει | είχε λειοτριβήσει | θα έχει λειοτριβήσει | να έχει λειοτριβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λειοτριβήσει | είχαμε λειοτριβήσει | θα έχουμε λειοτριβήσει | να έχουμε λειοτριβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λειοτριβήσει | είχατε λειοτριβήσει | θα έχετε λειοτριβήσει | να έχετε λειοτριβήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λειοτριβήσει | είχαν λειοτριβήσει | θα έχουν λειοτριβήσει | να έχουν λειοτριβήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λειοτριβούμαι | λειοτριβούμουν | θα λειοτριβούμαι | να λειοτριβούμαι | ||
β' ενικ. | λειοτριβείσαι | λειοτριβούσουν | θα λειοτριβείσαι | να λειοτριβείσαι | ||
γ' ενικ. | λειοτριβείται | λειοτριβούνταν | θα λειοτριβείται | να λειοτριβείται | ||
α' πληθ. | λειοτριβούμαστε | λειοτριβούμασταν λειοτριβούμαστε |
θα λειοτριβούμαστε | να λειοτριβούμαστε | ||
β' πληθ. | λειοτριβείστε | λειοτριβούσασταν λειοτριβούσαστε |
θα λειοτριβείστε | να λειοτριβείστε | λειοτριβείστε | |
γ' πληθ. | λειοτριβούνται | λειοτριβούνταν | θα λειοτριβούνται | να λειοτριβούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λειοτριβήθηκα | θα λειοτριβηθώ | να λειοτριβηθώ | λειοτριβηθεί | ||
β' ενικ. | λειοτριβήθηκες | θα λειοτριβηθείς | να λειοτριβηθείς | λειοτριβήσου | ||
γ' ενικ. | λειοτριβήθηκε | θα λειοτριβηθεί | να λειοτριβηθεί | |||
α' πληθ. | λειοτριβηθήκαμε | θα λειοτριβηθούμε | να λειοτριβηθούμε | |||
β' πληθ. | λειοτριβηθήκατε | θα λειοτριβηθείτε | να λειοτριβηθείτε | λειοτριβηθείτε | ||
γ' πληθ. | λειοτριβήθηκαν λειοτριβηθήκαν(ε) |
θα λειοτριβηθούν(ε) | να λειοτριβηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λειοτριβηθεί | είχα λειοτριβηθεί | θα έχω λειοτριβηθεί | να έχω λειοτριβηθεί | λειοτριβημένος | |
β' ενικ. | έχεις λειοτριβηθεί | είχες λειοτριβηθεί | θα έχεις λειοτριβηθεί | να έχεις λειοτριβηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λειοτριβηθεί | είχε λειοτριβηθεί | θα έχει λειοτριβηθεί | να έχει λειοτριβηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λειοτριβηθεί | είχαμε λειοτριβηθεί | θα έχουμε λειοτριβηθεί | να έχουμε λειοτριβηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λειοτριβηθεί | είχατε λειοτριβηθεί | θα έχετε λειοτριβηθεί | να έχετε λειοτριβηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λειοτριβηθεί | είχαν λειοτριβηθεί | θα έχουν λειοτριβηθεί | να έχουν λειοτριβηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λειοτριβώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)