λειοτριβούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.o.tɾiˈvu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐ο‐τρι‐βού‐μαι
- ομόηχο: λειοτριβούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαλειοτριβούμαι, π.αόρ.: λειοτριβήθηκα, μτχ.π.π.: λειοτριβημένος
- παθητική φωνή του ρήματος λειοτριβώ