λειοτριβέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλειοτριβέω < λειοτριβ(ής) + -έω < λεῖος + τρίβω
Ρήμα
επεξεργασίαλειοτριβέω / λειοτριβῶ
- (ελληνιστική κοινή) μετατρέπω, με την τριβή, σε σκόνη, λειοτριβώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λειοτριβέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.