λαζάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαζάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική lasagna (θηλυκό ενικού που θεωρήθηκε ουδέτερο πληθυντικού)[1] < δημώδης λατινική *lasania < λατινική lasanum (μαγειρικό σκεύος)[2] < αρχαία ελληνική λάσανον (τρίπους, εσχάρα) (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈza.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ζά‐νια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαζάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαζάνια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαζάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ lasanum στο αγγλικό Βικιλεξικό