λαζάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαζάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική lasagna < λατινική lasanum (κατσαρόλα) < αρχαία ελληνική λάσανον (στήριγμα κατσαρόλας)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαζάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό