Ετυμολογία

επεξεργασία
λαζάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική lasagna (θηλυκό ενικού που θεωρήθηκε ουδέτερο πληθυντικού)[1] < δημώδης λατινική *lasania < λατινική lasanum (μαγειρικό σκεύος)[2] < αρχαία ελληνική λάσανον (τρίπους, εσχάρα) (αντιδάνειο)
 
Λαζάνια με κιμά.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /laˈza.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ζά‐νια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαζάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία