Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάιτ μοτίφ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Leitmotiv[1][2] < leiten + Motiv

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlai̯t.moˈtif/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάιτ μοτίφ ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) επαναλαμβανόμενο σύντομο μουσικό μοτίβο, με παραπομπή σε χαρακτήρες ή συναισθήματα, ενσωματωμένο σε μεγαλύτερα μουσικά έργα, όπερες, όπως του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wagner)
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε επαναλαμβανόμενο σύντομο μοτίβο σε λόγο, κείμενο, λογοτεχνικά ή άλλα κείμενα, σε ζωγραφικά έργα κ.λπ., που δίνει τον τόνο και φωτίζει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο το λόγο, το έργο ή τον δημιουργό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λάιτ μοτίφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε για τις όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wagner)
  3. «λαϊτμοτίφ» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)