κύριο κλειδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακύριο κλειδί
- (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο πρωτεύον κλειδί. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «πρωτεύον κλειδί»
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κύριο κλειδί