Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτηνοτροφικά < κτηνοτροφικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

κτηνοτροφικά

  1. με τον τρόπο των κτηνοτρόφων
  2. από την άποψη ή πλευρά της κτηνοτροφίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κτηνοτροφικά